- θαρρετός
- και θαρρευτός, -ή, -ό [Μ θαρρετός, -ή, -ό(ν)] [θαρρώ]1. αυτός που έχει θάρρος, θαρραλέος, τολμηρός2. ενθαρρυντικός («θαρρετό σημάδι», Φαλιέρ.)νεοελλ.1. θρασύς, αναιδής, αυθάδης («σαν πολύ θαρρετός είναι αυτός και δεν μού αρέσει»)2. ταχύς, γρήγορος («σαν θαρρετό ξαφτέρι», Βιζυην.)μσν.1. βέβαιος, σίγουρος2. πιθανός («ἔχεις τὸ τοῦτο θαρρετό;», Φαλιέρ.)3. έμπιστος («δύο ναῦτες... ὁποὺ τοὺς εἶχε θαρρετούς», Αχέλ.)4. αυτός που εμπιστεύεται κάποιον ή κάτι («μόνον ἄς εἶστε θαρρετοὶ εἰς τοῡ Θεοῦ τὴν χάρη», Παλαμήδ.).επίρρ...θαρρετά (Μ θαρρετώς και θαρρετά και θαρρητά)1. με θάρρος, με τόλμη («μίλησε θαρρετά»)2. χωρίς δισταγμό3. συνεκδ. γοργά, γρήγοραμσν.με άνεση, άνετα.
Dictionary of Greek. 2013.